- ψιψίρισμα
- το, Ν [ψιψιρίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιψιρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιψίρισμα — το, ατος λεπτολογία, ψιλοκοσκίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)